- Φάβιος
- Φάβιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αιμιλιανός, Φάβιος — Βλ. λ. Φάβιοι … Dictionary of Greek
Ιοβιανός, Φάβιος Κλαύδιος — (Favius Claudius Jovianus, ; – 364 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (363 364). Ήταν γιος του στρατηγού Βαρωνιανού, αρχηγού της ανακτορικής φρουράς. Πολέμησε ως στρατηγός στην εκστρατεία του Ιουλιανού εναντίον των Περσών, το 362 … Dictionary of Greek
Πίκτωρ, Φάβιος Κόιντος — (Pictor Fabius Cointus). Ένας από τους αρχαιότερους Ρωμαίους ιστορικούς, γεννημένος το 254 π.Χ. Το έργο του, γραμμένο στα ελληνικά και μεταφρασμένο αργότερα στα λατινικά, αναφέρεται στην περίοδο ανάμεσα στην ίδρυση της Ρώμης, την οποία τοποθετεί… … Dictionary of Greek
Φουλγέντιος, Φάβιος Πλανκιάδης — (Fulgentius, τέλη 15ου αι. μ.Χ. – αρχές 16ου αι. μ.Χ.). Λατίνος γραμματικός και μυθογράφος από την Αφρική. Αμφίβολη είναι ακόμα η ταύτισή του με τον ομώνυμο επίσκοπο του Ρούσπε. Έγραψε πολλές πραγματείες, κυριότερες από τις οποίες είναι οι εξής:… … Dictionary of Greek
Φαβίοις — Φάβιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαβίου — Φάβιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαβίους — Φάβιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαβίων — Φάβιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαβίῳ — Φάβιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάβιε — Φάβιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)